- συναλληλία
- η, Ν(λογ.) η ιδιότητα τών εννοιών που είναι συνάλληλες, η αμοιβαία σχέση τους, εφόσον υπάγονται στην ίδια ανώτερη έννοια, την υπερκειμένη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνάλληλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Θ. Λιβαδά].
Dictionary of Greek. 2013.